γραμματίζω

γραμματίζω
γραμμᾰτ-ίζω,
A teach the spelling of a word, Herod.3.24:—[voice] Pass., [tense] pf. to be skilled in γράμματα, Hsch.; γραμματισμένος (sic) man of education, Cat.Cod.Astr.6.65.8.
II to be a secretary,

συνέδροις IG5(1).1432.19

([place name] Messene); [dialect] Boeot.

γραμματίδδοντος IG7.1739

([place name] Thespiae), al.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γραμματίζω — (AM) [γράμμα] διδάσκω κάποιον γράμματα αρχ. 1. γραμματεύω 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) γεγραμματισμένος βλ. γραμματισμένος …   Dictionary of Greek

  • γεγραμματισμένοι — γραμματίζω teach the spelling of a word perf part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεγραμματισμένος — γραμματίζω teach the spelling of a word perf part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραμματίζοντος — γραμματίζω teach the spelling of a word pres part act masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγραμμάτιστος — η, ο ο αγράμματος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητικό + *γραμματιστός < γραμματίζω] …   Dictionary of Greek

  • γράμμα — το (AM γράμμα) [γράφω] Ι. 1. οτιδήποτε έχει γραφεί 2. σύμβολο τού αλφαβήτου 3. επιστολή 4. ανάγνωση διάβασμα II. στον πληθ. γράμματα, τα 1. η γραφή 2. η μόρφωση, η παιδεία 3. (τα Ιερά) Γράμματα η Αγία Γραφή 4. ο Δεκάλογος 5. κατάστιχο 6. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • γραμματιζούμενος — η, ο 1. εγγράμματος, μορφωμένος 2. ειρων. αυτός που προβάλλει τον εαυτό του ως μορφωμένο χωρίς να είναι. [ΕΤΥΜΟΛ. < γραμματίζω. Επιθετοποιημένη μετοχή μέσου ενεστώτα σε ούμενος, αναλογικά σχηματισμένη προς τις μετοχές τών ρημάτων σε ούμαι… …   Dictionary of Greek

  • ευθυγραμματίζω — εὐθυγραμματίζω (Α) ανάγω σε ευθύγραμμο σχήμα («ὁ κύκλος εὐθυγραμματίζεται»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + γραμματίζω] …   Dictionary of Greek

  • διαγραμματίζειν — διά γραμματίζω teach the spelling of a word pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεγραμμάτισε — παρά γραμματίζω teach the spelling of a word aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεγραμμάτιζεν — ἀνά γραμματίζω teach the spelling of a word imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”