γραμματίζω — (AM) [γράμμα] διδάσκω κάποιον γράμματα αρχ. 1. γραμματεύω 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) γεγραμματισμένος βλ. γραμματισμένος … Dictionary of Greek
γεγραμματισμένοι — γραμματίζω teach the spelling of a word perf part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεγραμματισμένος — γραμματίζω teach the spelling of a word perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμματίζοντος — γραμματίζω teach the spelling of a word pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγραμμάτιστος — η, ο ο αγράμματος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητικό + *γραμματιστός < γραμματίζω] … Dictionary of Greek
γράμμα — το (AM γράμμα) [γράφω] Ι. 1. οτιδήποτε έχει γραφεί 2. σύμβολο τού αλφαβήτου 3. επιστολή 4. ανάγνωση διάβασμα II. στον πληθ. γράμματα, τα 1. η γραφή 2. η μόρφωση, η παιδεία 3. (τα Ιερά) Γράμματα η Αγία Γραφή 4. ο Δεκάλογος 5. κατάστιχο 6. φρ.… … Dictionary of Greek
γραμματιζούμενος — η, ο 1. εγγράμματος, μορφωμένος 2. ειρων. αυτός που προβάλλει τον εαυτό του ως μορφωμένο χωρίς να είναι. [ΕΤΥΜΟΛ. < γραμματίζω. Επιθετοποιημένη μετοχή μέσου ενεστώτα σε ούμενος, αναλογικά σχηματισμένη προς τις μετοχές τών ρημάτων σε ούμαι… … Dictionary of Greek
ευθυγραμματίζω — εὐθυγραμματίζω (Α) ανάγω σε ευθύγραμμο σχήμα («ὁ κύκλος εὐθυγραμματίζεται»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + γραμματίζω] … Dictionary of Greek
διαγραμματίζειν — διά γραμματίζω teach the spelling of a word pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεγραμμάτισε — παρά γραμματίζω teach the spelling of a word aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεγραμμάτιζεν — ἀνά γραμματίζω teach the spelling of a word imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)